Δεν υπάρχει λάθος στη γλώσσα

2014-07-22 14:46

Δεν υπάρχει λάθος της γλώσσας[1]

 

   Αν αναρωτηθούμε τι είναι γλωσσικό λάθος, εύκολα θα προκύψει η απάντηση ότι είναι η απόκλιση από έναν κανόνα ή η παραβίαση ενός κανόνα της μορφολογίας, της γραμματικής, της σύνταξης ή της φωνολογίας μιας γλώσσας[2]. Τι είναι όμως «σωστό»; Όπως γράφει ένα γαλλικό λεξικό γλωσσολογικών όρων, «σωστή χρήση της γλώσσας είναι εκείνη που έχει επιβληθεί σαν η σωστότερη και ανώτερη από μια μερίδα της κοινωνίας». Λόγος δεν είναι ικανότητα που μαθαίνεται στα σχολεία· όλοι οι άνθρωποι (σε όλους τους πολιτισμούς και όλες τις εποχές) είναι κάτοχοι της ικανότητας του λόγου.

 

   Δεν υπάρχει κοινωνία δίχως γλώσσα ή με γλώσσα λαθεμένη. Όλοι οι άνθρωποι μιλούν άρτια τη δική τους γλώσσα. Άρα όλοι οι άνθρωποι μιλούν πολύ «σωστά» τη γλώσσα που έμαθαν από βρέφη, τη μητρική τους γλώσσα. Επιπλέον όλες οι γλωσσικές επιστήμες θεωρούν «σωστό» αυτό που λέει η γλωσσική κοινότητα. Συνεπώς από επιστημονική άποψη δεν υπάρχει «σωστό» και «λάθος» (το κυπριακό «έλεάν της» είναι σωστό όσο και το αθηναϊκό «της έλε­γα»). Το γλωσσικό «λάθος» είναι αντίληψη που πηγάζει από την κοινωνική ιεραρχία και τις ταξινομήσεις της.

 

   Κάθε κοινωνία χωρίζεται σε τάξεις ανάλογα με το εισόδημά της. Υψηλές τάξεις είναι αυτές που έχουν πολλά χρήματα και χαμηλές τάξεις είναι αυτές που έχουν λίγα. Η κοινωνία ταξινομεί, δηλαδή βάζει ψηλά ή χαμηλά στην ιεραρχία τις κοινωνικές τάξεις και τις κοινωνικές ομάδες και αξιολογεί αντίστοιχα και τις γλώσσες τους. Η «ανωτερότητα» που αποδίδεται στα μεσαία και ανώτερα στρώματα των μεγάλων αστικών κέντρων, στην κουλτούρα, στην αισθητική, στους κανόνες συμπεριφοράς τους, αποδίδεται και στη γλώσσα τους. Η έννοια του γλωσσικού «λάθους» είναι προϊόν της υποτίμησης της γλώσσας ορισμένων κοινωνικών ομάδων επειδή είναι εκ των προτέρων ταξινομημένες ως «κατώτερες».

 

   Σύμφωνα με την κοινωνιογλωσσολογία, η «σωστή» χρήση της γλώσσας είναι κοινωνική κατασκευή,  κοινωνικό πρότυπο προσαρμογής στον τρόπο ομιλίας των κοινωνικών ομάδων που έχουνε κύρος και εξουσία και είναι ψηλά στην ιεραρχία. Αυτή η ταξινόμηση κάνει τους ομιλητές των αστικών κέντρων να θεωρούν κωμικό το λόγο του ομιλητή με τοπική διαλεκτική προφορά. Το «αστείο» στην απλώς διαφορετική φωνολογία πηγάζει από την κοινωνική προκατάληψη που θεωρεί κατώτερες τις διάφορες ποικιλίες της εθνικής γλώσσας εκτός από την πρότυπη.

 

   Σύμφωνα με τις γλωσσικές επιστήμες, ο ομιλητής που λέει «οι αθρώποι» ή «ο κινημα­τόγραφος» δεν κάνει λάθος, απλώς ακολουθεί κανόνες φωνολογίας και τονισμού άλλης ποικιλίας της εθνικής γλώσσας, τονίζει και προφέρει σύμφωνα με μια από τις λαϊκές διαλέκτους. Ο ομιλητής που λέει «η κενωνία, η υπερεσία, η κλοτσά, τα τράπεζα, μέσα-όξω, στεναχώρια» και άλλα πολλά (που δεν έχει καταγράψει κανείς εξαιτίας της προκατάληψης που βαραίνει πάνω στη γλώσσα την οποία μιλούν οι λαϊκές κοινωνικές κατηγορίες) δεν κάνει «λάθος», απλώς ακολουθεί φωνολογικούς κανόνες άλλων ποικιλιών της γλώσσας από την πρότυπη. Βεβαίως, μιλώντας έτσι, μεταδίδει το λανθάνον μήνυμα της λαϊκής καταγωγής και της απουσίας σχολικής μόρφωσης.

 

   Για να γίνει πλήρως κατανοητό τι σημαίνει «δεν υπάρχει λάθος στη γλώσσα», επιβάλλεται η διάκριση ανάμεσα στις συνειδητές και ασυνείδητες παραβιάσεις κανόνων. Παραβίαση (που δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια από τον ομιλητή) δεν κάνει ποτέ κανένας στη μητρική του ποικιλία, στη γλώσσα που έμαθε από βρέφος στο οικογενειακό περιβάλλον. Δηλαδή οι φυσικοί ομιλητές μιας γλώσσας δεν κάνουν λάθη στη γλώσσα τους, χωρίς να ξέρουν ότι παραβιάζουν γλωσσικούς κανόνες.

 

   Οι ομιλητές δεν κάνουν λάθη στη μητρική τους γλώσσα. Τα λάθη οφείλονται στο γεγονός ότι ο ομιλητής χρησιμοποιεί γλωσσικά στοιχεία (γραμματικούς ή συντακτικούς τύπους, προφορά, λεξιλόγιο) μιας ποικιλίας της γλώσσας διαφορετικής από τη μητρική του (συνήθως της πρότυπης), που δεν γνωρίζει αρκετά καλά. Αν ψάξουμε να εντοπίσουμε ή να θυμηθούμε λάθη συστηματικά και συλλογικά που ακούγονται στην ελληνική γλώσσα, θα διαπιστώσουμε ότι σχετίζονται με την ελλιπή γνώση της πρότυπης γλώσσας από ομιλητές που δεν έχουν πολλά χρόνια σχολικής εκπαίδευσης. Εφόσον όμως η γλωσσολογία θεωρεί «σωστό» αυτό που λέει η γλωσσική κοινότητα, δεν πρόκειται για λάθη, αλλά για κανόνες άλλων ποικιλιών της εθνικής γλώσσας από την πρότυπη. Άρα δεν υπάρχει λάθος στη γλώσσα γιατί τα λάθη όσο και τα «σωστά» είναι διαφορετικές χρήσεις της γλώσσας, που κατασκευάζουν διαφορετικά νοήματα.

 

   Οι ομιλητές άλλοτε εφαρμόζουν και άλλοτε παραβιάζουν κανόνες της γλώσσας, ανάλογα με το νόημα που θέλουν να μεταδώσουν. Η περίσταση επικοινωνίας και ο επικοινωνιακός στόχος του ομιλητή κάνει έναν κανόνα άλλοτε κατάλληλο και άλλοτε ακατάλληλο, εφόσον η εφαρμογή του παράγει διαφορετικά μηνύματα από ό,τι η παραβίαση του. Για παράδειγμα, ο κανόνας (που περιέχεται στη γραμματική του σχολείου) για την πτώση του τόνου στη γενική των ουσιαστικών και όχι των επιθέτων, γιατί η μετακίνηση του τόνου δηλώνει το ουσιαστικό[3], είναι ακατάλληλος στο φοιτητή που φωνάζει με την ντουντούκα για την καταπάτηση του «άσυλου του πανεπιστήμιου», οπότε και παραβιάζει τον κανόνα γιατί με τον παρατονισμό μεταδίδει το μήνυμα της ανταρσίας και της επαναστατικότητας. Ο ίδιος φοιτητής εφαρμόζει τον τονικό κανόνα όταν δίνει εξετάσεις γιατί με την εφαρμογή του παράγει τα μηνύματα γλωσσικής και κοινωνικής προσαρμογής που απαιτεί η περίσταση των εξετάσεων.

 

   Το ίδιο ισχύει για κανόνες σε όλες τις ποικιλίες και γλώσσες. Το ζητούμενο νόημα άλλοτε το διαμορφώνει η εφαρμογή κάποιου κανόνα και άλλοτε η παραβίαση του. «Σωστή» στη γλώσσα είναι η συντακτική ακολουθία. Ωστόσο ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να μεταδώσει κανείς με τη γλώσσα μηνύματα πλήρους κυριαρχίας των αισθημάτων και απώλειας της λογικής (μηνύματα απόγνωσης, ασυγκράτητης οργής, τρελού ενθουσιασμού) είναι η συντακτική ανακολουθία[4]. «Σωστή» ακούγεται η σύνταξη και «σωστό» το λεξιλόγιο της πρότυπης γλώσσας, ωστόσο ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να μεταδώσει κανείς μηνύματα απειλής, εκφοβισμού, υποτίμησης και προσβολής είναι το λεξιλόγιο, το ύφος και η σύνταξη μιας από τις λαϊκές κοινωνικές διαλέκτους. Με την ίδια λογική, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να μεταδοθούν με τη γλώσσα μηνύματα μόρφωσης και κοινωνικής ανωτερότητας, λογικής και πειστικότητας είναι η άνετη χρήση της πρότυπης γλώσσας, με την εφαρμογή όλων των κανόνων της.



[1] Φραγκουδάκη, Α. (2001). Εκπαίδευση: Πολιτισμικές Διαφορές και Κοινωνικές Ανισότητες, τόμος Α, Κοινωνικές Ταυτότητες / Ετερότητες – Κοινωνικές Ανισότητες, Διγλωσσία και Σχολείο, Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, κεφάλαιο 2

[2] Παραφθορές κάθε είδους, στιγμιαίες και ατομικές, που οφείλονται σε κενά μνήμης, αποσπάσεις της προσοχής, σαρδάμ, γλιστρήματα (lapsus) της γλώσσας, παραφθορές από έντονα αισθήματα (που η καθημερινή μεταγλώσσα ονομάζει «χάνω τα λόγια μου») δεν θεωρούνται «λάθη» από κανέναν απολύτως επιστήμονα (Chomsky, 1980, σ. 3).

[3] Για παράδειγμα, λέμε «του άρρωστου παιδιού», αλλά «το φάρμακο του αρρώστου», «ο φόβος των άρρωστων ανθρώπων». Αντίθετα «τα κρεβάτια του θαλάμου των αρρώστων» (βλ. Σετάτος, 1980, σ. 396).

[4] Για τα νοήματα που παράγει η ανακολουθία, βλ. Τζάρτζανος, 1946, τόμος Β, σ. 90-93 και 264.