Η παραγωγή νοήματος στη γλώσσα

2014-07-22 14:59

Η παραγωγή νοήματος στη γλώσσα[1]

 

   Η παρουσίαση από το σχολείο της πρότυπης γλώσσας ως της μόνης «σωστής» εκδοχής του λόγου αγνοεί τη θεμελιώδη αρχή ότι το νόημα στη γλώσσα δεν το δίνουν οι λέξεις ούτε η σύνταξη, αλλά εξαρτάται αποκλειστικά από την περίσταση επικοινωνίας[2]. Ας πάρουμε την πολύ απλή πρόταση: «Τι κάνεις;». (α) «Τι κάνεις, Γιάννη;» ρωτάει ο Κώστας τον Γιάννη, τον οποίο συναντά στο δρόμο και έχει καιρό να τον δει. Η ερώτηση είναι τελετουργική και αποτελεί στερεότυπη εισαγωγή στο διά­λογο, (β) «Τι κάνεις, Γιάννη;» ρωτάει η Ελένη, που μπαίνει στο δωμάτιο και βλέπει τον Γιάννη, ανεβασμένο σε μια καρέκλα, να καρφώνει. Εννοεί (κυριολεκτικά) τι είναι αυτό που κάνεις, (γ) «Τι κάνεις, Γιάννη;» ρωτάει η μητέρα του Γιάννη, που τον βρίσκει μπρο­στά στο ανοιχτό ψυγείο ενώ είναι άρρωστος και δεν πρέπει να φάει. Δεν πρόκειται για ερώτηση, όπως και πάλι ο καθένας καταλαβαίνει, αλλά για επίπληξη. Τρεις διαφορετικές συνθήκες επικοινωνίας και η ίδια μικρή πρόταση με τις ίδιες τρεις λέξεις έχει τελείως διαφορετικά νοήματα, η κατανόηση των οποίων προϋποθέτει τη γνώση της περίστασης επικοινωνίας, δηλαδή ποιος μιλάει, ποια στιγμή, σε ποιον, σε ποιον κώδι­κα.

 

Το νόημα δεν το παράγει η κυριολεξία. Αν πάρουμε, π.χ., το νόημα της λέξης ώρα, θα διαπιστώσουμε ότι σημαίνει και κάτι διαφορετικό, ανάλογα με την επικοινωνιακή περίσταση. «Δεν έχω ώρα» λέει η Ελένη στον Γιάννη, που της ζητάει να του ζεστάνει το φαγητό. «Τι ώρα είναι αυτή;» λέει ο πατέρας στο γιο, που μπαίνει στο σπίτι. «Βρε Μαρία, μια ώρα να γεμίσεις ένα ποτήρι νερό;» φωνάζει η μητέρα στην κόρη, η οποία άργησε δυο λεπτά. «Ώρα είναι να μας πεις ότι φοβάσαι» λέει γελαστά ο γιατρός στον Κωστάκη προτού του κάνει ένεση. «Μήπως έχετε ώρα;» ρωτάει ένας νέος με χαμόγελο τη φοιτήτρια που περιμένει το λεωφορείο. «Ώρα για ύπνο» φωνάζει ο πατέρας στα παιδιά, «θέλετε μαγειρευτό ή της ώρας;» ρωτάει το γκαρσό­νι στο εστιατόριο. «Ώρες ώρες μου 'ρχεται να παρατήσω το φροντιστήριο» λέει ο μαθητής του λυκείου κ.λπ.

 

Το νόημα παράγει ο χειρισμός της γλώσσας από τον ομιλητή, μέσα στην κάθε φορά διαφορετική περίσταση επικοινωνίας, ανάλογα με τον επικοινωνιακό στόχο. Για παρά­δειγμα, «πιάσε μου, ρε Μανόλη, να χαρείς, εκείνο το βιβλίο...» είναι φράση που μπορού­με να πούμε στον αδελφό ή στο φίλο μας και σημαίνει φιλικό αίτημα να μας δώσει το βι­βλίο. Δεν μπορούμε τη φράση αυτή να την πούμε στο διευθυντή μας γιατί η ίδια φράση, «πιάσε μου, ρε διευθυντή, να χαρείς, το βιβλίο...», στην άλλη περίσταση επικοινωνίας δεν παράγει τα ίδια μηνύματα· αντίθετα παράγει μηνύματα υβριστικά (αναίδειας, αμφισβή­τησης). Η κατάλληλη διατύπωση για την περίσταση επικοινωνίας με το διευθυντή είναι: «Κύριε Παπαδόπουλε, μου δίνετε, σας παρακαλώ, το βιβλίο;». Από την άλλη μεριά η δια­τύπωση που είναι κατάλληλη για την περίσταση επικοινωνίας με τον ιεραρχικά ανώτερο (διευθυντή) είναι τελείως ακατάλληλη για την περίσταση επικοινωνίας με οικείο συνομιλητή. Αν κάποιος πει στον αδελφό του τον Θανάση «κύριε Θανάση, μου δίνετε το βιβλίο, σας παρακαλώ;», θα μεταδώσει μηνύματα ειρωνείας και σαρκασμού. Ο λόγος παράγεται μέσα στη διαδικασία της επικοινωνίας, που είναι κοινωνικό φαινόμενο, κοινωνική δραστηριότητα, και επηρεάζεται αποφασιστικά από τις κοινωνικές συνθήκες όπου παράγεται. Οι ομιλητές συνεπώς χρησιμοποιούν διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες ανάλογα με την περίσταση επικοινωνίας και τον επικοινωνιακό τους στόχο.



[1] Φραγκουδάκη, Α. (2001). Εκπαίδευση: Πολιτισμικές Διαφορές και Κοινωνικές Ανισότητες, τόμος Α, Κοινωνικές Ταυτότητες / Ετερότητες – Κοινωνικές Ανισότητες, Διγλωσσία και Σχολείο, Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, κεφάλαιο 2

[2] Περίσταση είναι το περιβάλλον του λόγου.