Τι έφερες μαζί σου στο σχολείο;

2014-07-22 15:15

Βασιλεία Κούρτη Καζούλλη

 

Τι έφερες μαζί σου στο Σχολείο;[1]

 

Η γνώση χτίζεται πάνω στις εμπειρίες μας.

Όσο περισσό­τερο σχετίζονται

 οι εμπειρίες μας με αυτό που μαθαίνου­με,

τόσο πιο κατανοητό γίνεται. Όταν διάβασα το

Ταυτό­τητες υπό διαπραγμάτευση: Εκπαίδευση

με σκοπό την Εν­δυνάμωση σε μια

Κοινωνία της Ετερότητας του Jim Cum­mins,

συνέδεσα τις εμπειρίες μου με τα κείμενα του

και ένιωσα πως έγινα σοφότερη.

 

   Μία ημέρα στο νηπιαγωγείο, κάτι τράβηξε την προσοχή μου. Μέσα στο σκουπιδοτενεκέ δίπλα στο γραφείο της κυρίας Ουότσον παρατήρησα έ­να μικρό άσπρο σακουλάκι. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς βρέθηκε ε­κεί και το περιεργαζόμουνα για αρκετή ώρα για να σιγουρευτώ μήπως κάνω λάθος. Αλλά δεν μπορούσε να ήταν κάτι άλλο. Εγώ η ίδια το είχα δώσει στη δα­σκάλα μου την προηγούμενη ημέρα. Της το έδωσα και αυτή το δέχτηκε μ' ένα πλατύ χαμόγελο και ένα «ευχαριστώ». Δεν το πείραξα το σακουλάκι αλλά απ' ό,τι έβλεπα ήταν όπως της το είχα δώσει, άθικτο. Είχε ακόμα μέσα τα ελληνικά κουλουράκια που έστειλε η μητέρα μου στη δασκάλα μου.

 

   Νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα κάτι σημαντικό για την υπό­λοιπη μου σχολική καριέρα. Δεν μπορούσα να φέρω τίποτα μαζί μου στο σχο­λείο. Ό,τι κουβαλούσα μαζί μου, ό,τι κατάφερα να μαζέψω από την γέννηση μου μέχρι τα πέντε μου χρόνια (γλώσσα, κουλτούρα, χαρακτήρα, ταλέντο, εν­διαφέροντα, και μια μακριά λίστα από άλλα πράγματα) πήγαινε απευθείας στο καλάθι των αχρήστων, χωρίς καν να ανοιχτεί, όχι επειδή ήταν κατώτερο ή α­νώτερο αλλά επειδή ήταν διαφορετικό, άρα άχρηστο.

 

   Πήγα στο Νηπιαγωγείο χωρίς να ξέρω ούτε μια λέξη στα Αγγλικά. Σε ένα χρόνο έμαθα την αγγλική γλώσσα τόσο καλά (έτσι νόμιζαν όλοι) που έγινα ο διερμηνέας της οικογένειας στα πέντε μου χρόνια. Συνόδευα τους γονείς μου στην Τράπεζα, στο γιατρό. Όταν καλούσε η δασκάλα τους γονείς για να τους ε­νημερώσει για την πρόοδο των παιδιών τους, είχα το προνόμιο να μπορώ να ερ­μηνεύω στους γονείς μου την πρόοδο μου όπως ήθελα. Όλοι ήταν ευχαριστη­μένοι. Και η δασκάλα που «τους τα είπε», και οι γονείς μου που άκουσαν τόσα καλά λόγια και εγώ που απέφευγα μπελάδες. Η γλώσσα μου είχε δώσει μεγάλη εξουσία από πολύ μικρή ηλικία. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι γονείς μου αγόρασαν σπίτι και άνοιξαν επιχείρηση επειδή το πρότεινα εγώ. Αν η μνήμη μου δεν με απατάει, θα πρέπει να ήμουν ακόμα στο δημοτικό όταν έγιναν όλα αυτά.

 

   Αλλά δεν ήταν η γλώσσα που μου εξασφάλισε επιτυχία στο σχολείο και στην ευρύτερη κοινωνία έξω από το σχολείο. Ήταν η αρχική μου διαπίστωση εκείνη την ημέρα στο νηπιαγωγείο. Η εφαρμογή βέβαια απαιτούσε και λίγη τεχνική. Αλλά αυτή είναι μια τεχνική που κάθε «διαφορετικό» άτομο συνήθως μαθαίνει ως τακτική επιβίωσης σε ένα κόσμο που απαιτεί υπακοή. Μπορούσα να υπο­λογίσω τι απαιτούσε ο κάθε χώρος και ανάλογα να πράττω. Στο σχολείο δεν μπορώ να πω ότι ήμουν εξαιρετικά έξυπνη, αλλά ήξερα τι απαιτούσε η κάθε δα­σκάλα από εμένα και αυτό ήταν αρκετό. Ήξερα πώς έπρεπε να φέρομαι, να γράφω, να μιλώ. Ήξερα ότι κάθε δασκάλα είχε ένα πρότυπο άριστου μαθητή. Δεν το αμφισβητούσα ούτε προσπαθούσα να είμαι καλύτερη από αυτό το πρό­τυπο, γιατί ακόμα και αυτό θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Μέχρι ενός βαθμού τα κατάφερνα. Βέβαια υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν μπορείς να «μεταμορφώσεις» όσο και να προσπαθείς, όπως τα γαλανά μάτια και τα φυσι­κά ξανθά μαλλιά... Έκανα βέβαια ... ό,τι μπορούσα.

 

   Το πρόβλημα με το σχολείο, πιστεύω, είναι το μικρό άσπρο σακουλάκι στο καλάθι των αχρήστων. Η δασκάλα μου δεν μπορούσε να ξέρει ότι το δώρο μου συμβόλιζε κάτι. Συμβόλιζε την εκτίμηση και την ευγνωμοσύνη της μητέρας μου · προς τη δασκάλα. Συμβόλιζε την εμπιστοσύνη της, τη βεβαιότητα ότι η δασκά­λα θα έκανε ό,τι καλύτερο για μένα. Συμβόλιζε την αναγνώριση ότι η επιτυχία μου στο σχολείο, επομένως η επιτυχία στην αγγλική γλώσσα, θα ήταν αυτό που θα μου εξασφάλιζε κάποιο μέλλον καλύτερο. Συμβόλιζε τη διαπίστωση και α­ναγνώριση των γονιών μου ότι έπρεπε η αγγλική γλώσσα να κυριαρχεί και ας ήταν εις βάρος της Ελληνικής. Η δασκάλα βέβαια, όσο και να με αγαπούσε, δεν μπορούσε να καταλάβει ότι με αυτό το άσπρο σακουλάκι έφερα μαζί μου από το σπίτι στο σχολείο ένα πλήθος από εμπειρίες, κουλτούρα και γλώσσα. Πίστευε ότι δεν έφερα τίποτα μαζί μου. Αλλά είχε κάνει λάθος.

 

   Και έτσι ξεκίνησα τη σχολική μου καριέρα δέκα βήματα πίσω από την υπό­λοιπη τάξη. Σε λίγους μήνες μιλούσα άπταιστα Αγγλικά αλλά, έξι χρόνια πέρα­σαν μέχρι να φθάσω τον «κινούμενο στόχο» (όπως αποκαλεί ο Cummins την υ­πόλοιπη τάξη που προχωράει και δεν περιμένει)[2] και δεν το είχε καταλάβει κανείς ούτε εγώ η ίδια. Τώρα που βλέπω τους παλιούς μου ελέγχους καταλαβαί­νω τα σχόλια «είναι δημιουργικό παιδί, εξαίρετη στα εικαστικά και στη μουσι­κή αλλά μέτρια στη γλώσσα»4. Τελικά έφθασα τα άλλα παιδιά, αλλά έπρεπε να πετάξω πολλά πράγματα στο καλάθι των αχρήστων στην πορεία μου γιατί δεν μπορούσα να τα κουβαλήσω όλα μαζί μου. Οι απαιτήσεις από τους δασκάλους μου, τους συμμαθητές μου (και από το σπίτι μου) ήταν πολλές.[3]

 

   Αν με είχαν αποδεχθεί ως άτομο και αν η ατομικότητα και όχι η προσαρμο­γή ήταν το κλειδί της επιτυχίας στο σχολείο, στην κοινωνία και στο σπίτι, θα ή­ταν πιο εύκολα τα πράγματα. Την επιτυχία στο σχολείο για ένα παιδί που ξεκι­νάει μονόγλωσσο και γίνεται δίγλωσσο στην πορεία, δεν την εξασφαλίζει μόνο η δίγλωσση ή διαπολιτισμική εκπαίδευση. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να τονίζουμε διαφορές ούτε καν ομοιότητες. Πρέπει να τονίζουμε την αποδοχή και την ατο­μικότητα.

 

   Ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός, επομένως το κάθε παιδί φέρνει μαζί του κάτι διαφορετικό στο σχολείο. Η θέση του δασκάλου θα πρέπει να είναι να α­ποδεχθεί και να καλλιεργήσει αυτό πού φέρνει ο μαθητής μαζί του. Μια τάξη των 25 ατόμων αποτελείται από 25 διαφορετικά άτομα. Ο δάσκαλος θα πρέπει να είναι ο συντονιστής που οργανώνει την τάξη ώστε να μπορεί ο καθένας να μάθει από τον άλλο. Οι μαθητές δεν θα πρέπει να συναγωνίζονται ο ένας με τον άλλον, αλλά να αρχίζουν στο δικό τους επίπεδο και να εμπλουτίζουν τη γνώση τους στην πορεία σε συνεργασία με τους άλλους. Αν οι σχέσεις στην τάξη ήταν έτσι, τότε ίσως να άλλαζαν και οι σχέσεις στην κοινωνία.

 

   Στην κοινωνία που ζούμε, συνεχώς αποδεχόμαστε και απορρίπτουμε. Πα­λεύουμε για μια θέση εξουσίας η οποία αποκτάται εις βάρος κάποιου άλλου πράγματος. Αυτό θα μπορούσε να ήταν μια θέση για δουλειά, η επιτυχία της ε­πιχείρησης μας ή ο στρατιωτικός επεκτατισμός μιας χώρας. Η εξουσία θα έ­πρεπε να ήταν συνεργατική και όχι εξαναγκαστική. Φανταστείτε ένα βότσαλο που πέφτει στο νερό. Το βότσαλο είναι αυτός που φέρνει την αλλαγή. Αυτός μπορεί να είναι και ο δάσκαλος. Τα κύματα είναι πρώτα η τάξη, το σχολείο και εν τέλει ο χώρος έξω από αυτά που λέγεται κοινωνία. Συνεπώς, εμείς οι δά­σκαλοι που ανατρέφουμε και διαμορφώνουμε την τάξη μας, έχουμε μεγάλη ε­ξουσία στα χέρια μας. Αν οι συνεργατικές σχέσεις αρχίσουν εκεί, ίσως βρουν θέ­ση και στην αυριανή κοινωνία.

 

   Ο Cummins δίνει μεγάλη σημασία στο ρόλο του δασκάλου και τον ονομάζει ο «καταλύτης» που μπορεί να ανατρέψει τις σχέσεις εξουσίας στην κοινωνία, ξεκινώντας από την τάξη του. Η τάξη είναι ο «μικρόκοσμος της κοινωνίας» (Cummins 1997), όπου η δύναμη / εξουσία μπορεί να δημιουργείται με άλλους για να χρησιμοποιείται από όλους. Η εξουσία είναι προσθετική όχι αφαιρετική. Κατά συνέπεια, η γνώση που δημιουργείται από όλους χρησιμοποιείται από ό­λους και αυτό οδηγεί σε ένα ανώτερο επίπεδο μάθησης και αλφαβητισμού.



[1] Το κείμενο της Βασιλείας Κούρτη Καζούλλη με τίτλο «Τι έφερες μαζί σου στο σχολείο;» αποτελεί ένα σχόλιο σε μορφή προλόγου – εισαγωγής στο: Cummins, J. (2002). Ταυτότητες υπό Διαπραγμάτευση: Εκπαίδευση με σκοπό την Ενδυνάμωση σε μια Κοινωνία της Ετερότητας, εκδόσεις Gutenberg

[2] Ο μαθητής δυσκολεύεται γιατί συνεχώς κυνηγάει έναν κινούμενο στόχο, τα υπόλοιπα παι­διά της τάξης του, που δεν μένουν ακίνητα περιμένοντας να τους φτάσει αυτός που μαθαίνει τη γλώσσα του σχολείου. Ο δάσκαλος που βλέπει ότι ο μαθητής ξέρει τη γλώσσα αλλά εξακολουθεί να δυσκολεύεται υποθέτει ότι το πρόβλημα δεν οφείλεται στη γλώσσα του παιδιού αλλά είναι μα­θησιακό πρόβλημα (1984 στο Cummins 1996, Κεφ. 3).

[3] Στην πορεία του, το παιδί από μόνο του πετάει στο καλάθι των αχρήστων πολλά πράγματα γιατί δεν μπορεί να τα κουβαλήσει όλα μαζί. Αυτό συμπεριλαμβάνει τη γλώσσα, την κουλτούρα και την ταυτότητα του, που πολλές φορές το οδηγεί σε σύγκρουση με την οικογένεια του, το σχο­λείο του και την κοινωνία. Εδώ μπαίνει το θέμα της επαφής γλωσσών και σύγκρουσης (Ogbu 1997, Mesmin 1997). Όταν δύο γλώσσες έρχονται σε επαφή χωρίς να υπάρχει σύγκρουση, η διγλωσσία δεν απειλεί και έτσι είναι αποδεκτή. Στην περίπτωση των μεταναστών τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η διγλωσσία είναι ένα μεταβατικό στάδιο που οδηγεί σε μια νέα μονογλωσσία (Σκούρ-του 1997, Skutnabb Kangas 1981). Το παιδί μπορεί να απορρίψει τη γλώσσα της καταγωγής του (Obondo 1997). Αν η οικογένεια δεν είναι, σύμφωνη, τότε υπάρχει σύγκρουση. Το παιδί μπορεί να έχει δύο γλώσσες αλλά και δύο κουλτούρες. Αν η μία συγκρούεται με την άλλη, το παιδί πρέπει να πάρει αποφάσεις για να μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις και των δύο. Μερικές ς)ορές συνυπάρχουν, άλλες φορές η μία κουλτούρα υπερισχύει (Grosjean 1982). Οι αποφάσεις αυτές εξαρτώνται από το πώς ο μαθητής βλέπει τον εαυτόν του (εσωτερική ταύτιση) και πώς τον βλέπουν οι άλλοι (εξωτερική ταύτιση) (Skutnabb Kangas 1981).